- προσεπικαλώ
- -έω, ΝΑ1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τόν έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.)2. μέσ. προσεπικαλοῡμαι, -έομαι(κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον («προσεπικαλούμαι τη μαρτυρία τού συναδέλφου μου» β. «προσεπικαλοῡμαι σε γυνὴ γυναῑκα», Δίων Κάσσ.)νεοελλ.1. έχω κι ένα επί πλέον όνομα («τον αγωνιστή τού 1921 Νικήτα Σταματελόπουλο προσεπικαλούσαν τον Νικηταρά»)2. κλητεύω στο δικαστήριο κάποιον τρίτο για να μετάσχει ως ενάγων ή εναγόμενος σε δίκη, στην οποία είμαι διάδικος.
Dictionary of Greek. 2013.